Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

Ο μακρύς εκτροχιασμός της ελληνικής οικονομίας

Του Πασχου Mανδραβελη
Το Στίγμα: Ουδέν σχόλιο.
Κάθε βιβλίο πρώην πρωθυπουργού έχει ενδιαφέρον. Στο εξωτερικό είναι κανόνας να εκδίδονται τα απομνημονεύματα των προέδρων ή πρωθυπουργών λίγο καιρό μετά τη λήξη της θητείας τους. Στην Ελλάδα, όλοι οι πρώην πρωθυπουργοί παραμένουν σιωπηλοί. Ή εκδίδουν ύστερα από πολύ καιρό κάτι σαν απομνημονεύματα, όπως είναι το δωδεκάτομο έργο του Κωνσταντίνου Καραμανλή ή οι «Ωρες ευθύνης» του Γεωργίου Ράλλη.
Ο κ. Κώστας Σημίτης παραμένει πολυγραφότατος. «Ο εκτροχιασμός» είναι το τελευταίο του βιβλίο και είναι πιο γλαφυρό, ίσως επειδή το μεγαλύτερο μέρος του είναι περιγραφικό της «κατρακύλας που ξεκίνησε το 2004». Ξεκινά με την υπεράσπιση της ένταξης της Ελλάδος στην ΟΝΕ, κάτι που έκανε με κείμενο στον Guardian με τον κ. Γ. Στουρνάρα, τον περασμένο Μάιο. Αφιερώνει ένα μικρό μέρος
στη διακυβέρνηση της Ν.Δ. (2004-2009) τότε που «γινόταν όλο και πιο φανερό ότι η κυβέρνηση πίστευε ότι υπάρχει ένας “αυτόματος πιλότος” στην αγορά και στην οικονομία που χαράσσει για τη χώρα τη σωστή κατεύθυνση... Κυβερνούσε με την ουτοπική ελπίδα ότι τα προβλήματα τακτοποιούνται από μόνα τους, αυτόματα, χάρη σε φιλικά χτυπήματα στην πλάτη, πλατιά χαμόγελα και καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις».
Το μεγαλύτερο μέρος είναι αφιερωμένο στην κριτική του πρώτου Μνημονίου και της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ 2009-2011 όταν προεκλογικά «στην παρουσίαση των θεμάτων κυριαρχούσε η προπαγανδιστική λογική και η πολιτική σκοπιμότητα... Η πεποίθηση ότι “υπάρχουν λεφτά” είχε ως αποτέλεσμα την έλλειψη οποιασδήποτε προετοιμασίας σχετικά με το κύριο πρόβλημα της χώρας». Κατά τον κ. Σημίτη το πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ μια γενναία παρέμβαση στην οικονομία ήταν δυνατή. Υπήρχαν τα προηγούμενα του 1985 και του 1993... «Αλλά το ΠΑΣΟΚ του 2009 δεν ήταν προετοιμασμένο για μια σταθεροποιητική πολιτική... Για εσωκομματικούς λόγους, είχε αντιμετωπίσει ιδιαίτερα επικριτικά την περίοδο της σταθεροποίησης και των μεταρρυθμίσεων του 1996-2004, ζητώντας μάλιστα, επανειλημμένα, δημοσίως “συγγνώμη” για τα λάθη του... Γι’ αυτό και δεν κλήθηκε κανείς, από το προηγούμενο οικονομικό επιτελείο 1996-2004 να εκφέρει άποψη».
Η αποτυχία του πρώτου Μνημονίου οφειλόταν σε μια σειρά παραγόντων. Υπήρχαν τα ελλείμματα σχεδιασμού στην αντιμετώπιση της κρίσης από την τότε κυβέρνηση «δεν ήξερε να κάνει αλλιώς. Δεν είχε δικό της σχέδιο, δεν είχε διαμορφώσει μια αντίληψη για την αντιμετώπιση της κατάστασης και δεν είχε ούτε τα επιχειρήματα, ούτε τον χρόνο να μεταπείσει τους συνομιλητές της». Υπήρχε όμως κι έλλειμμα ορθής εκτίμησης της κατάστασης από τους εταίρους: «Οι συντάκτες του Μνημονίου συνέλαβαν τη λύση με βάση την αντίληψη ότι η Ελλάδα είναι μια προηγμένη χώρα με την κρατική και κοινωνική οργάνωση των δυτικοευρωπαϊκών χωρών. Θα μπορούσε επομένως να εφαρμόσει ένα σχέδιο σταθεροποίησης που είχαν εφαρμόσει κι εκείνες· για παράδειγμα η Γερμανία, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2000, ή η Σουηδία την δεκαετία του 1990...».
Για τον πρώην πρωθυπουργό η ελλιπής Οικονομική Ενωση της ΟΝΕ συνετέλεσε στην εξάπλωση της κρίσης πριν καν αυτή εμφανιστεί: «Η ιλιγγιώδης επέκταση του χρέους θα είχε αποφευχθεί αν, ήδη από την εποχή ίδρυσης της ΟΝΕ, μια αυστηρή παρακολούθηση απέκλειε ελλείμματα και αλόγιστες παροχές, και ταυτόχρονα εφαρμοζόταν μια πολιτική μείωσης των ανισοτήτων μεταξύ Βορρά και Νότου». Ομως η Επιτροπή όχι μόνο δεν άσκησε εποπτεία, αλλά σε φιλική συνεργασία με την τότε κυβέρνηση απέκρυψε την πραγματικότητα «ο επίτροπος (Χοακίν Αλμούνια) δεν διαμαρτυρήθηκε ούτε καν όταν, στις 30 Σεπτεμβρίου του 2009, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έστειλε στην Eurostat πίνακες στοιχείων με κενές τις στήλες του 2008 και 2009, ώστε να συγκαλυφθεί η εξέλιξη των ελλειμμάτων και να μην επηρεασθούν οι εκλογές της 4ης Οκτωβρίου».
Αλλά ούτε και μετά την κρίση υπήρξε από την Ευρωπαϊκή Ενωση σχέδιο. Ο κ. Σημίτης αναφέρει τη μνημειώδη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών με την ΕΚΤ στις 12-13 Σεπτεμβρίου του 2008 που αποφάσισαν ότι «δεν υπάρχει κρίση και συμφώνησαν ότι δεν απαιτείτο ένα ευρωπαϊκό σχέδιο παρέμβασης». Αλλά και μετά, όταν έσκασε η κρίση εντός της Ευρωζώνης δεν χαράχτηκε ευρωπαϊκό σχέδιο. Η πρακτική ήταν κάνοντας και βλέποντας και με το πρώτο Μνημόνιο «η Ευρωζώνη δεν ενδιαφερόταν να λύσει οριστικά το ελληνικό πρόβλημα... Στόχος της ήταν να κερδίσει χρόνο, να διαμορφώσει πρώτα ένα συνολικό σχέδιο αντιμετώπισης των κρίσεων στις περιφερειακές χώρες της Ενωσης, και έπειτα να επανεξετάσει το ελληνικό πρόβλημα υπό συνθήκες που θα επέτρεπαν μια μονιμότερη λύση».
Αναπόφευκτη η προσφυγή
Στο ερώτημα «ήταν αναπόφευκτη η προσφυγή στην Ευρωπαϊκή Ενωση για τη στήριξη της ελληνικής οικονομίας;» η απάντηση του κ. Σημίτη είναι θετική. «Η εξωτερική χρηματοδότηση ήταν απολύτως αναγκαία. Δεν μπορούσε να προέλθει παρά από την Ευρωζώνη, το ΔΝΤ και την ΕΚΤ... Προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι η Ελλάδα θα απέφευγε το Μνημόνιο, αν είχε δράσει ταχύτατα τον Οκτώβριο και είχε δανειστεί τα αναγκαία ποσά όταν τα επιτόκια ήταν χαμηλά. Οπως αποδείχθηκε από τις εξελίξεις, η χώρα μας χρειαζόταν πολύ περισσότερα από τα 110 δισ., που ήταν το ύψος του αρχικού δανείου. Στα γρήγορα και κρυφά, τον Οκτώβριο, θα είχε ίσως εξασφαλίσει 10-20 δισ., αλλά όχι τα αναγκαία ποσά για να αποφύγει την προσφυγή στην Ευρωπαϊκή Ενωση... Οι ισχυρισμοί ότι Κινέζοι και Ρώσοι ήταν έτοιμοι να μάς προσφέρουν χρήματα είναι εντελώς αβάσιμοι. Μας προέτρεψαν, αντίθετα, να προσφύγουμε στο ΔΝΤ... Υποστηρίχθηκε επίσης ότι “η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να βάλει ζήτημα αναδιάρθρωσης στους Ευρωπαίους εταίρους προτού μπει σε πρόγραμμα βοήθειας”. Η άποψη ότι όσο νωρίτερα πραγματοποιείτο η αναδιάρθρωση του χρέους τόσο καλύτερα είναι ορθή... Αλλά είναι αστείο να ισχυρίζεται κανείς ότι μια αναδιάρθρωση ήταν τότε δυνατή. Η αναδιάρθρωση είναι το ύστατο μέσο βοήθειας προς τον οφειλέτη, όταν οι άλλες προσπάθειες υποβοήθησής του έχουν αποτύχει... Ούτε η ΕΚΤ ούτε τα κράτη-μέλη, των οποίων οι τράπεζες είχαν δανείσει την Ελλάδα επρόκειτο να δεχθούν τον Μάιο του 2010 μια κίνηση που θα τα ζημίωνε και θα επιβράβευε ένα ασυνεπή οφειλέτη. Ηθελαν αντίθετα να σωφρονίσουν την Ελλάδα, όπως δείχνει το υψηλό επιτόκιο που επέβαλαν».
Βιώσιμη λύση
«Το ζήτημα δεν είναι να τα καταφέρουμε “κουτσά-στραβά”. Η πείρα δείχνει ότι μια λύση που κινείται στα απώτατα όρια των δυνατοτήτων της οικονομίας δεν αποτελεί ενδεδειγμένη αντιμετώπιση του προβλήματος... Χρειάζεται να επεξεργασθούμε μια λύση που θα χαρακτηρίζεται από σταθερότητα και δεν θα ακυρώνεται από μεταγενέστερες διεθνείς εξελίξεις. Τα επόμενα δεκαπέντε-είκοσι χρόνια πρέπει να είναι μια περίοδος στην οποία θα ξαναχτίσουμε με αισιοδοξία μια σταθερή οικονομία και θα επανενταχθούμε στην ευρωπαϊκή εξέλιξη, και όχι ένα διάστημα μιζέριας, όπου θα ζούμε στο έλεος των κλυδωνισμών της παγκόσμιας οικονομίας».
Η επικίνδυνη επόμενη μέραΓια την επόμενη μέρα ελλοχεύουν κίνδυνοι, κυρίως ότι μπορεί να πεισθούν οι Ελληνες ότι η επιστροφή στο βαλκανικό παρελθόν είναι αυτό που ταιριάζει στην Ελλάδα. «Μέσα στη σύγχυση», γράφει ο κ. Σημίτης, «έχει χαθεί κάθε αίσθηση για τα προβλήματα, τις αιτίες τους και τους πιθανούς ορθολογικούς τρόπους αντιμετώπισής τους. Οι ουτοπικές φαντασιώσεις συναγωνίζονται τις εξτρεμιστικές απόψεις της Δεξιάς και της Αριστεράς, σε μια έξαρση παρανοϊκών αντιλήψεων, σύμφωνα με τις οποίες η Ελλάδα έχει την οικονομική και πολιτική δύναμη να αψηφήσει τις νομοτέλειες της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας. Ο κίνδυνος του πολιτικού αδιεξόδου ελλοχεύει και μαζί του το ενδεχόμενο μιας οικονομικής καταστροφής, με την επάνοδο στη δραχμή....
»Κοντά στη “νέα εθνικοφροσύνη” αναδύθηκε κι ένας νέος αντικοινοβουλευτισμός, μια αντίληψη που αναζητεί τη λύση των προβλημάτων της χώρας σε μέσα που αρμόζουν σε ολοκληρωτικά καθεστώτα. Το πολιτικό σύστημα θεωρείται ως “κλεπτοκρατία”, ως “δικτατορία των όσων εξυπηρετούν ξένα συμφέροντα”. Οι “Αγανακτισμένοι” της πλατείας Συντάγματος επιδείκνυαν κρεμάλες, και ζητούσαν οι υπεύθυνοι της κρίσης “να πάνε στο Γουδί”, δηλαδή να εκτελεστούν. Τους υπεύθυνους θα προσδιόριζαν, βέβαια, εκείνοι, ως γνήσιοι εκφραστές της λαϊκής βούλησης. Η ρητορική της “ανυπακοής” και της “αντίστασης” συμβάλλει επίσης στην προώθηση ολοκληρωτικών λύσεων. Η νομιμοποίηση της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας αμφισβητείται ανοιχτά. Οχι μόνο με προπηλακισμούς πολιτικών και άρνηση εφαρμογής των νόμων, αλλά και με την ανάδειξη πολιτικών σχηματισμών που υποστηρίζουν την ανάγκη μιας νέας τάξης πραγμάτων. Ποια θα είναι αυτή παραμένει ασαφές, αλλά κοινός στόχος των εξτρεμισμών είναι η “ανατροπή” του σήμερα, που θα τους επιτρέψει να καθορίσουν το αύριο αγνοώντας τις δημοκρατικές διαδικασίες...
»Πολιτικός στόχος όσων υποκινούν την ακραία αντιπαλότητα είναι η εξουσία. Η συνεχής ένταση που καλλιεργούν είναι η τακτική επιλογή για να διασπάσουν την κυβερνητική πλειοψηφία. Οι κινητοποιήσεις που οργανώνουν είναι για να ματαιώσουν τη συνεννόηση και να οδηγήσουν σε αποτυχία το εγχείρημα ανάκαμψης της οικονομίας. Στην αντιπαράθεση, που βρίσκεται σε εξέλιξη, τα κυβερνητικά κόμματα διστάζουν, δικαιολογούνται για τη στάση τους, παρουσιάζουν ρωγμές. Αναλογίζονται το πολιτικό κόστος. Δισταγμοί και πισωγυρίσματα επιδεινώνουν την κατάσταση. Απαιτείται ανοιχτό μυαλό και αποφασιστικότητα...».

Διαβάστε
- Κώστας Σημίτης, «Ο εκτροχιασμός», εκδ. Πόλις

Πηγή:http://news.kathimerini.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: