Οι συγκεκριμένες αποφάσεις κάθε άλλο παρά ευνοούν την Ελλάδα, η οποία για μια ακόμη φορά δεν κατόρθωσε να κινηθεί εγκαίρως ώστε να αποτρέψει την «υιοθέτηση» των αναφορών που καταφανώς αποτελούν προϊόν συντονισμένων ενεργειών της τουρκικής διπλωματίας και της εφαρμογής συγκεκριμένης στρατηγικής αξιοποίησης του ΟΙΔ για την προώθηση των στρατηγικών στόχων της Άγκυρας, οι οποίοι βασίζονται στο όραμα περί νεοθωμανισμού όπως αυτό σφυρηλατείται από τον Τούρκο υπουργό εξωτερικών Αχμεντ Νταβούτογλου.
Ο νεοθωμανισμός είναι το όραμα της σύγχρονης τουρκικής εξωτερικής πολιτικής που στοχεύει στην ανάδειξη της Τουρκίας σε ηγετική περιφερειακή δύναμη στην ευρύτερη Μέση Ανατολή και στα Βαλκάνια με την ανασύσταση των ορίων επιρροής και του ζωτικού χώρου της πάλαι ποτέ Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η κυβέρνηση Ερντογάν οικοδομεί το οθωμανικό και ισλαμικό προφίλ της Τουρκίας εντέχνως με τη δημιουργία στο υπουργείο εξωτερικών της χώρας μίας νέας τάξης μη-κεμαλικών πρεσβευτών οι οποίοι εκτιμάται ότι επιλέγονται στη βάση των ισλαμικών-οθωμανικών τους προσόντων καθώς και μίας παράλληλης επετηρίδας ειδικών για προξενικά θέματα με επίκεντρο τα μειονοτικά, πολιτιστικά και θρησκευτικά ζητήματα πάντοτε σε αγαστή συνεργασία με την εκάστοτε πρεσβεία. Σε αυτό το πλαίσιο πολιτικής, η αναβάθμιση του προξενείου της Κομοτηνής πρέπει να εκλαμβάνεται ως δεδομένη.
Ο νέος Νόμος περί Τουρκικής Υπηκοότητας επίσης λειτουργεί επικουρικά στην υλοποίηση της ιδέας του παν-τουρκισμού η οποία προβάλλεται κεκαλυμένα με οθωμανικό προφίλ. Προηγήθηκε δε της ψήφισης του νόμου η σύνταξη σχετικού χάρτη του περίφημου «Χάρτη της Τουρκικής Ομογένειας» ο οποίος αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του «οράματος Νταβούτογλου» για την ανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με τον νέο νόμο περί Τουρκικής υπηκοότητας οι ξένοι που συμβάλλουν πολιτιστικά, επιστημονικά και αθλητικά στη διεθνή προβολή της Τουρκίας αλλά και επενδύουν οικονομικά εντός της τουρκικής επικράτειας μπορούν να αποκτήσουν την Τουρκική υπηκοότητα. Οι πολυπληθείς Τουρκογενείς πληθυσμοί του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας βρίσκονται στο στόχαστρο του νέου τουρκικού νόμου, ενώ ειδικές θεματικές ομάδες εργασίας έχουν προβεί στη σύσταση σχετικών αναφορών που εστιάζουν στους «Τουρκικής καταγωγής» πολίτες των βαλκανικών κρατών, όπως της Ελλάδας και της Βουλγαρίας καθώς και της Μέσης Ανατολής. Προφανής σκοπός της Τουρκίας αποτελεί η αριθμητική ανέλιξη στα 160 εκατομμύρια εντός της επόμενης δεκαετίας των Τούρκων υπηκόων παγκοσμίως.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι η πρόθεση της Τουρκίας να παίξει ηγετικό ρόλο στη διαμόρφωση των πανισλαμικών πολιτικών σε πλήρη εφαρμογή του οράματος του νεοθωμανισμού έλαβε σάρκα και οστά το 2004 με την εξασφάλιση στην ηγεσία της Γενικής Γραμματείας του Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης του Τούρκου τότε υποψηφίου, Δρ Ιχσάνογλου.
Η Ελλάδα και η Κύπρος οφείλουν να ξεφύγουν από το τέλμα της ενεργούς παθητικότητας στην οποία έχουν περιέλθει την τελευταία δεκαετία και να προχωρήσουν στην ισχυροποίηση των θέσεων τους δημιουργώντας διπλωματικά, γεωπολιτικά και διεθνή ερείσματα μέσα από μεθοδική προσέγγιση και ρεαλιστική στοχοθεσία όσον αφορά στην τουρκική εξωτερική πολιτική. Με αυτό τον τρόπο η κατάληψη της μισής Κύπρου, η δημιουργία προϋποθέσεων «αυτονομίας» στη Δυτική Θράκη και η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο, όπως αποτυπώνονται στο όραμα Νταβούτογλου, θα παραμείνουν αποκλειστικά στο επίπεδο του τουρκικού οραματισμού.
Ο Νταβούτογλου άλλωστε αποτελεί άριστο γνώστη του θεωρητικού μοντέλου της αγγλοσαξωνικής γεωπολιτικής ανάλυσης του Χάλφορντ Μάκιντερ (1861–1947) στο οποίο έχει προσαρμόσει την τουρκική πολιτική υψηλής στρατηγικής, η οποία συνίσταται στην κατάκτηση ηγετικής γεωπολιτικής θέσης, όπως αυτή επιβάλλεται από το γεωγραφικό πλεονέκτημα του «στρατηγικού βάθους» της Τουρκίας. Οι απόψεις Νταβούτογλου αποτυπώνονται στο βιβλίο του με τίτλο “Στρατηγικό Βάθος: Η θέση της Τουρκίας στη Διεθνή Σκηνή” (Stratejik Derinlik: Türkiye’nin Uluslararası Konumu).
Σε ότι αφορά στην Ελλάδα και την Κύπρο, στη σελίδα 175 του βιβλίου με υπότιτλο «Ο στρατηγικός γόρδιος δεσμός της Τουρκίας: Η Κύπρος», ο Νταβούτογλου αναφέρει: «Η Κύπρος διαθέτει κεντρική θέση μέσα στην παγκόσμια ήπειρο αφού βρίσκεται σε ίση απόσταση από την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική. Μαζί με την Κρήτη ευρίσκεται σε μία γραμμή πάνω στην οποία διασταυρώνονται οι θαλάσσιες οδοί. Η Κύπρος κατέχει θέση μεταξύ των Στενών, που χωρίζουν Ευρώπη και Ασία, και της Διώρυγας του Σουέζ, που χωρίζει Ασία και Αφρική, ενώ ταυτοχρόνως έχει τη θέση μίας σταθερής βάσης και ενός αεροπλανοφόρου, που θα πιάνει το σφυγμό των θαλασσίων οδών του Άντεν και του Χορμούζ, μαζί με τις λεκάνες του Κόλπου και της Κασπίας, που είναι οι πιο σημαντικοί οδοί σύνδεσης Ευρασίας-Αφρικής».
Ενώ στη σελίδα 180, ο Νταβούτογλου εστιάζει στην τουρκική πολιτική έναντι της Κύπρου: «Την Κύπρο δεν μπορεί να αγνοήσει καμία περιφερειακή ή παγκόσμια δύναμη που κάνει στρατηγικούς υπολογισμούς στη Μ. Ανατολή, την Α. Μεσόγειο, το Αιγαίο, το Σουέζ, την Ερυθρά θάλασσα και τον Κόλπο. Η Κύπρος βρίσκεται σε τόσο ιδανική απόσταση απ’ όλες τις περιοχές, που έχει την ιδιότητα μίας παραμέτρου που τις επηρεάζει όλες άμεσα. Η Τουρκία, το στρατηγικό πλεονέκτημα που απέκτησε την δεκαετία του 1970 πάνω σε αυτήν την παράμετρο, πρέπει να το αξιοποιήσει όχι ως στοιχείο μίας αμυντικής Κυπριακής πολιτικής με στόχο την διαφύλαξη του σημερινού status quo, αλλά ως ένα θεμελιώδες στήριγμα μίας επιθετικής θαλάσσιας στρατηγικής διπλωματικού χαρακτήρα». Και συμπυκνώνει την θέση του: «Μία χώρα που αγνοεί την Κύπρο δεν μπορεί να είναι ενεργή στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές».
Με βάση τα δεδομένα, οι αποφάσεις του Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης για «την Κατάσταση στην Κύπρο» (7/37 Ρ) και «την Κατάσταση της Τουρκο-μουσουλμανικής Μειονότητας στη Δυτική Θράκη-Ελλάδα» (7/37ΜΜ) καθίσταται περισσότερο από σαφές ότι εντάσσονται στις επιδιώξεις της Τουρκίας να δημιουργήσει μία δυναμική και να επιφέρει τη μέγιστη δυνατή νομιμοποίηση των θέσεων της έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου έτσι ώστε να μπορεί να χρησιμοποιήσει ανά πάσα στιγμή το νομικό πλεονέκτημα που απέκτησε στο πλαίσιο ενός διεθνούς ισλαμικού οργανισμού και να επιβάλλει την πολιτική της.
Κυπριακό
Στο πλαίσιο της 37ης Διάσκεψης των υπουργών Εξωτερικών του ΟΙΔ, ψηφίστηκε η απόφαση Νο. 7/37 P για το Κυπριακό, η οποία εστιάζει στην άρση της απομόνωσης της τουρκοκυπριακής πλευράς, την επέκταση των σχέσεων σε όλους τους τομείς και την ανταλλαγή υψηλόβαθμων επισκέψεων αντιπροσωπειών των κρατών-μελών με την τουρκοκυπριακή πλευρά.
Αξίζει να επισημανθεί ότι οι Τουρκοκύπριοι συμμετέχουν στον ΟΙΔ με την ονομασία «Τουρκοκυπριακό κράτος», απόφαση η οποία ελήφθη από τη Σύνοδο που πραγματοποιήθηκε στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούνιο 2004. Καθίσταται προφανές ότι η Τουρκία βαδίζει μεθοδικά με σκοπό τη σταδιακή διεθνή αναγνώριση του ψευδοκράτους.
Η απόφαση επικεντρώνεται στα εξής:
1. Εκκληση προς τη διεθνή κοινότητα να ενθαρρύνει την ελληνοκυπριακή πλευρά προκειμένου αυτή να εργαστεί «εποικοδομητικά» προς την κατεύθυνση επίτευξης λειτουργικής λύσης στο Κυπριακό στη βάση των παραμέτρων που έθεσε ο ΟΗΕ στο πλαίσιο του Σχεδίου διευθέτησης το 2004.
2. Εκκληση προς τα κράτη-μέλη του ΟΙΔ και των ιδρυμάτων που ανήκουν οργανικά σε αυτόν να επιδείξουν αποτελεσματική αλληλεγγύη στον τουρκο-μουσουλμανικό λαό της Κύπρου και να τους ενισχύσουν υλικά και πολιτικά προκειμένου να ξεπεράσουν την απάνθρωπη απομόνωση που τους έχει επιβληθεί καθώς και να ξεκινήσουν δραστηριότητες με σκοπό την ενίσχυση της συνεργασίας με τους Τουρκοκύπριους.
3. Ενθάρρυνση των κρατών-μελών να ανταλλάξουν επιχειρηματικές αντιπροσωπείες με την τουρκοκυπριακή πλευρά προκειμένου να εξετασθούν ευκαιρίες για οικονομική συνεργασία και επενδύσεις σε τομείς όπως ο τουρισμός, οι μεταφορές και η ανταλλαγή πληροφοριών. Επίσης να αναπτύξουν πολιτιστικές σχέσεις και αθλητικές επαφές καθώς και να ενθαρρύνουν την ακαδημαϊκή συνεργασία με τουρκο-κυπριακά πανεπιστημιακά ιδρύματα περιλαμβανόμενων των φοιτητικών και ακαδημαϊκών ανταλλαγών.
4. Εγκριση για την πραγματοποίηση σεμιναρίου υπό την αιγίδα του ΟΙΔ στο «τουρκοκυπριακό κράτος» με θέμα την ανώτερη εκπαίδευση εντός του πρώτου τριμήνου του 2011 με σκοπό την περαιτέρω συνεργασία και την αλληλεγγύη με τον μουσουλμανικό τουρκοκυπριακό λαό.
5. Αποδοκιμασία της ελληνοκυπριακής πλευράς η οποία προβαίνει σε υπερεξοπλισμούς καθώς και στην κατασκευή ναυτικών και αεροπορικών βάσεων θέτοντας με αυτό τον τρόπο υπό απειλή την σταθερότητα και την ειρήνευση στην Μεγαλόνησο.
6. Την επιβεβαίωση προηγούμενων αποφάσεων του Οργανισμού, μέχρις ότου να επιλυθεί το Κυπριακό, που αφορούν στην υποστήριξη για την προβολή και διατύπωση των τουρκοκυπριακών θέσεων από τα κράτη-μέλη του ΟΙΔ σε όλα τα διεθνή fora, οποτεδήποτε το Κυπριακό τίθεται προς συζήτηση, στη βάση της ισοτιμίας των δύο πλευρών της Μεγαλονήσου.
7. Εκκληση προς την Γενική Γραμματεία να εξασφαλίσει τη συνέχιση των απαραίτητων επαφών με την Ισλαμική Τράπεζα Ανάπτυξης προκειμένου να εξασφαλιστούν οι πόροι για την εκτέλεση αναπτυξιακών προγραμμάτων της τουρκοκυπριακής πλευράς.
8. Αναγνώριση της «επιθυμίας» του Τουρκοκυπριακού λαού να ταξιδεύει ελεύθερα στο σύνολο των κρατών μελών του Οργανισμού.
9. Αποδοχή να εξεταστεί το αίτημα της τουρκοκυπριακής πλευράς για συμμετοχή με το καθεστώς του πλήρους κράτους μέλους στον ΟΙΔ, καθώς και επικρότηση της απόφασης που έλαβε η Ισλαμική Αθλητική Ομοσπονδία (ISSF) να αποδεχθεί στους κόλπους της το «τουρκοκυπριακό κράτος» με το καθεστώς του παρατηρητή.
10. Ενθάρρυνση των κρατών-μελών να ενημερώσουν την Γενική Γραμματεία σχετικά με τις δράσεις που ελήφθησαν για την εφαρμογή προηγούμενων αποφάσεων και ειδικότερα των αποφάσεων Νο. 2/31-Ρ, Νο. 6/35-Ρ, Νο. 6/36-Ρ και Νο. 3/11-Ρ, οι οποίες εστίαζαν (α) στη δημιουργία Ταμείου Κεφαλαίων (Trust Fund) για τη βοήθεια των Τουρκοκυπρίων. (β) στην υποβοήθηση της τουρκοκυπριακής πλευράς με την ενθάρρυνση της ενεργούς εμπλοκής της στις διάφορες δραστηριότητες του ΟΙΔ. (γ) στην πρόσκληση Τουρκοκυπρίων επισήμων να συμμετάσχουν σε συναντήσεις και συμπόσια που οργανώνουν τα κράτη-μέλη, (δ) στην αναγνώριση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων του τουρκοκυπριακού «κράτους».. (ε) στην καταγραφή των επιχειρηματικών επενδύσεων στον τουριστικό τομέα, καθώς και των αριθμών των πολιτών του ισλαμικού κόσμου που χρησιμοποιούν τα τουριστικά θέρετρα του βορείου τμήματος της Μεγαλονήσου. (στ) στην πρόσκληση της Ισλαμικής Τράπεζας Ανάπτυξης (IDB) να στείλει στο βόρειο τμήμα της νήσου μία τεχνική αποστολή προκειμένου να διερευνηθούν οι πιθανότητες εκτέλεσης συγκεκριμένων έργων υποδομής. (ζ) στις προηγούμενες εκκλήσεις προς το Ταμείο Ισλαμικής Αλληλεγγύης (ISF) να αυξήσει το ύψος της οικονομικής βοήθειας που παρέχει στους Τουρκοκυπρίους και να περιλάβει υπηρεσίες υγείας, ισλαμικά σχολεία, κοινωνικές και αθλητικές δραστηριότητες, να χρηματοδοτήσει συμπόσια και θρησκευτικά σεμινάρια, παράλληλα με την αύξηση της βοήθειας για τη συντήρηση και ανακαίνιση τζαμιών και θρησκευτικών κέντρων, καθώς και (η) στη χορήγηση υποτροφιών σε μουσουλμάνους φοιτητές του «τουρκοκυπριακού κράτους».
Η σταδιακή άρση της απομόνωσης της τουρκοκυπριακής πλευράς αποτελεί πραγματικότητα και έχει ξεκινήσει με τη συνεργασία σε ζητήματα «χαμηλής προτεραιότητας» που αποτελούν ωστόσο βασικό πυλώνα στη διαδικασία ανάπτυξης των σχέσεων σε επικοινωνιακό αλλά και σε ουσιαστικό επίπεδο. Πιο συγκεκριμένα, η τουρκοκυπριακή πλευρά συμμετείχε σε Τουρνουά Αθλητικών Δραστηριοτήτων Μουσουλμάνων Γυναικών που διοργανώθηκε στην Τεχεράνη, αφού προηγουμένως η Γενική Γραμματεία ενθάρρυνε την ηγεσία της Ισλαμικής Αθλητικής Ομοσπονδίας να επιτρέψει τη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων σε όλες τις ισλαμικές αθλητικές δραστηριότητες.
Επίσης, ο υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού της τουρκοκυπριακής πλευράς παρευρίσκεται στις συναντήσεις της Γενικής Συνέλευσης της Διαρκούς Επιτροπής του ΟΙΔ για την Επιστημονική και την Τεχνολογική Συνεργασία (COMSTECH) και μάλιστα συνδράμει με χρηματικό ποσό στον ετήσιο προϋπολογισμό της COMSTECH.
Η τουρκοκυπριακή πλευρά προβαίνει και σε συστηματική πολιτική εκμετάλλευση του αρνητικού αποτελέσματος του δημοψηφίσματος για το Σχέδιο Ανάν στην Κύπρο, προωθώντας αποφάσεις που κατακρίνουν την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν από την ελληνοκυπριακή πλευρά. Στην απόφαση Νο. 7/37-Ρ για το Κυπριακό, η ολομέλεια του ΟΙΔ επιδοκίμασε το Σχέδιο Ανάν, «που στόχευε στη δημιουργία μιας νέας κατάστασης πραγμάτων στην Κύπρο με τη μορφή ενός νέου διζωνικού συνεταιρισμού με δύο ισότιμα συνταγματικά ΚΡΑΤΗ», και εκφράζει «την στήριξη στις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις με σκοπό την επίλυση του Κυπριακού, υπό την αιγίδα της Αποστολής Καλής Θέλησης (Good Offices Mission) του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ που τοποθετείται χρονικά ήδη από την 3η Σεπτεμβρίου 2008 και την πρόδηλη επιθυμία τόσο της τουρκοκυπριακής πλευράς όσο και της Τουρκίας για μία δίκαιη και διαρκή διευθέτηση».
Με βάση τα ανωτέρω, καθίσταται περισσότερο από ποτέ επιτακτική η διπλωματική ενεργοποίηση της Ελλάδας στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, με τον ταυτόχρονο επαναπροσδιορισμό των σχέσεών της με τον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο. Η Αθήνα οφείλει να διεκδικήσει με κάθε τρόπο τη συνέχιση της ισορροπημένης πολιτικής που ακολουθούσαν έναντι του Κυπριακού τόσο τα αραβικά κράτη όσο και το Ισραήλ, υποστηρίζοντας την εξεύρεση δίκαιης και βιώσιμης λύσης.
Κύπρος και γειτονικό περιβάλλον
Η νέα απόφαση του ΟΙΔ 7/37 Ρ κάθε άλλο παρά ευνοεί την Ελλάδα, η οποία για μια ακόμη φορά δεν κατόρθωσε να κινηθεί εγκαίρως σε συνεργασία με την Κύπρο ώστε να αποτραπεί η «υιοθέτηση» της απόφασης για την «Κατάσταση στην Κύπρο» από την ολομέλεια του Οργανισμού. Για αυτό είναι πολύ χρήσιμο να αποτυπωθούν οι πολιτικές θέσεις του γειτονικού περιβάλλοντος έναντι του Κυπριακού ώστε η χώρα μας να συνειδητοποιήσει ότι έχει άσους στη διπλωματική της φαρέτρα τους οποίους μπορεί να «παίξει» και αξιοποιήσει άμεσα.
Η πρόσφατη δραστηριοποίηση της ελληνικής διπλωματίας στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής έχει ως αποδέκτες τα αραβικά κράτη και το Ισραήλ, κινείται δε προς την σωστή κατεύθυνση. Και τούτο διότι η Αθήνα κατέστησε σαφή την αντίφαση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής η οποία ομιλεί και καταδικάζει την ισραηλινή κατοχή στη Γάζα, τη στιγμή που η ίδια ενέχεται στην κατοχή μεγάλου τμήματος της Κύπρου. Τη συγκεκριμένη ελληνική θέση υιοθετεί το σύνολο των αραβικών κρατών και το Ισραήλ, εκθέτοντας την φιλόδοξη πλην όμως υποκριτική και «εθνικώς ιδιοτελή» νεοθωμανική εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Πρόσφατα δε η ηγεσία της Αθήνας κινήθηκε με γνώμονα την εισαγωγή εκ νέου της Ελλάδας στον γεωπολιτικό χάρτη της Μέσης Ανατολής και εμφανίσθηκε αποφασισμένη να παράσχει τις μεσολαβητικές της υπηρεσίες προκειμένου να συμβάλλει με κάθε τρόπο στη σύναψη ειρηνευτικών συμφωνιών ανάμεσα στο Ισραήλ και συγκεκριμένα αραβικά κράτη. Η ελληνική παρέμβαση δεν επιχειρεί να υποκαταστήσει ή/και να ανταγωνιστεί τον όποιο ρόλο της Τουρκίας στην περιοχή. Η γενική τοποθέτηση της Ελλάδας εκτιμάται ότι είναι αυτόνομη και διέπεται από τις αρχές και τις αξίες της Ενωμένης Ευρώπης, τις οποίες μόνο ένα κράτος μέλος που διαθέτει εξαιρετικές σχέσεις με την αραβική και την ισραηλινή πλευρά, μπορεί να πρεσβεύει.
Η πιθανή ελληνική εμπλοκή στις όποιες αραβοϊσραηλινές ειρηνευτικές συνομιλίες νομιμοποιεί και προσφέρει στην διπλωματική φαρέτρα της χώρας τη δυνατότητα να συνδέσει ενδεχόμενη πρόοδο επί παραδείγματι στις σχέσεις Ισραηλινών-Παλαιστινίων με τις εξελίξεις στο Κυπριακό. Διαφορετικά εάν η Ελλάδα, παρά περί τις του αντιθέτου διαβεβαιώσεις, επιλέξει να παραμείνει απλώς θεατής των δρώμενων στο ευρύτερο γεωπολιτικό της περιβάλλον επιλέγοντας να υιοθετήσει όχι απλά μία άκρως παθητική στάση αλλά μία επικίνδυνη ουδετερότητα, χάνοντας κυριολεκτικά την δυνατότητα της να επηρεάζει μέσω φιλικών χωρών πολιτικές οι οποίες αναπτύσσονται σε fora στα οποία δεν έχει η ίδια πρόσβαση, όπως ο ΟΙΔ, και που αφορούν τόσο την ίδια όσο και την Κύπρο, τότε θα επιβεβαιώσει την πλήρη ισχύ περισσότερο από ποτέ του Θουκυδίδειου αποφθέγματος σύμφωνα με το οποίο «Ισχυροί πράττουσι, αδύναμοι συγχωρούσι».
Α. Ισραηλινή Πολιτική στο Κυπριακό
Αξιοπρόσεκτη είναι η ισορροπημένη πολιτική που παγίως ακολουθεί το Ισραήλ έναντι του κυπριακού προβλήματος. Και τούτο διότι το Ισραήλ ταυτίζεται με την ελληνοκυπριακή πλευρά ως το πολιτικά και οικονομικά ισχυρό μέρος στη διένεξη, κατά το πρότυπο της ισραηλινο-παλαιστινιακής διένεξης.
To Ισραήλ υποστηρίζει την εξεύρεση λύσης στη βάση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας για τους ακόλουθους λόγους:
1. Η διχοτόμηση, εκτιμάται, ότι δεν ωφελεί καμία από τις δύο κοινότητες και ενδέχεται να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ευρύτερη περιοχή. Προς θεμελίωση της συγκεκριμένης εκτίμησης παρατίθεται το ιστορικό προηγούμενο της διχοτόμησης της ινδικής υποηπείρου (subcontinent) μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν το 1947. Ο διαχωρισμός συνοδεύτηκε από ανταγωνισμό εξοπλισμών ο οποίος οδήγησε στην πυρηνικοποίησή τους το 1998. Σε περίπτωση επανάληψης του ιδίου σεναρίου στην Κύπρο θα δημιουργούνταν αστάθεια στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Μεσογείου.
2. Το ενδιαφέρον του Ισραήλ για τη διευθέτηση του Κυπριακού λαμβάνει υπόψη τον παράγοντα Ρωσία. Μία διζωνική, δικοινοτική λύση θα λειτουργούσε ανασταλτικά στις όποιες προσπάθειες της Μόσχας που στοχεύουν στην κεφαλαιοποίηση τοπικών διενέξεων. Η συγκεκριμένη ισραηλινή αντίληψη αποτυπώθηκε άλλωστε στην περίπτωση των ρωσικών αντιαεροπορικών-αντιβαλλιστικών συστημάτων S-300 που επρόκειτο να εγκατασταθούν στην Κύπρο το 1998. Ειδικότερα, το Ισραήλ αντιτάχθηκε ποικιλοτρόπως στην εφαρμογή της συμφωνίας Ρωσίας-Κύπρου που αφορούσε στην εγκατάσταση των S-300 στη Μεγαλόνησο με το αιτιολογικό της γεωγραφικής εγγύτητας Ισραήλ-Κύπρου (κυρίως όταν έγινε γνωστό ότι Ρώσοι ειδικοί θα χειρίζονταν επί μακρόν τα συστήματα εκπαιδεύοντας τους Ελληνοκύπριους, αφού διατύπωσαν την εύλογη ανησυχία μήπως η εικόνα που θα λάμβαναν τα ραντάρ των συστημάτων θα κατέληγαν στη Συρία).
3. Το Ισραήλ αντιτίθεται σε οποιαδήποτε πιθανότητα σύστασης ενός ριζοσπαστικού ισλαμικού κρατιδίου στη Βόρεια Κύπρο. Υπάρχουν ανησυχίες ότι στην περίπτωση της διχοτόμησης, ενδέχεται να αναδειχθούν ακραία ισλαμικά στοιχεία ως απόρροια πιθανής οικονομικής ή πολιτικής αναταραχής στο τουρκοκυπριακό τμήμα της Μεγαλονήσου.
4. Μία διζωνική, δικοινοτική λύση θα μπορούσε να ισχυροποιήσει τη διαπραγματευτική θέση του Ισραήλ στην αναζήτηση-εφαρμογή παρόμοιας λύσης όσον αφορά στο ζήτημα του τελικού καθεστώτος της πόλης των Ιεροσολύμων. Ως γνωστόν, τα Ιεροσόλυμα διεκδικούνται ως πρωτεύουσα τόσο από το Ισραήλ όσο και τους Παλαιστινίους. Η πιθανότητα διχοτόμησης της Λευκωσίας δεν αποτελεί θετική εξέλιξη για το Ισραήλ καθώς το παρόν καθεστώς στη Λευκωσία προσομοιάζει με αυτό της πόλης των Ιεροσολύμων προτού διχοτομηθούν το 1967. Ως εκ τούτου, η διχοτόμηση της Λευκωσίας θα αποτελούσε αρνητικό προηγούμενο για την διεκδίκηση εκ μέρους του Ισραήλ της πλήρους εθνικής κυριαρχίας επί της αδιαίρετης ισραηλινο-παλαιστινιακής πρωτεύουσας των Ιεροσολύμων.
5. Η προώθηση μίας κοινά αποδεκτής φόρμουλας για την κατανομή των πολιτικών εξουσιών στην Κύπρο, θα μπορούσε να αποτελέσει μοντέλο για την εφαρμογή παρόμοιας λύσης στην ισραηλινο-παλαιστινιακή υπόθεση.
Β. Η αραβική Πολιτική στο Κυπριακό και ο Ρόλος της Τουρκίας
Το σύνολο των αραβικών κρατών ακολουθεί πολιτική ίσων αποστάσεων έναντι της Αθήνας και της Άγκυρας. Συγκεκριμένα, επιχειρείται να διατηρηθεί μία εξαιρετικά λεπτή ισορροπία στις σχέσεις τους με την Ελλάδα και την Τουρκία. Η εν λόγω στάση εξηγείται στη βάση της παραδοσιακής φιλοαραβικής ελληνικής πολιτικής και κυρίως της ομοιότητας του Κυπριακού προβλήματος με το Παλαιστινιακό.
Ως εκ τούτου, η πλειονότητα των αραβικών κρατών στήριζε τις ελληνικές θέσεις στο Κυπριακό, ειδικά έπειτα από την τουρκική εισβολή του 1974, όταν το ελληνικό αίτημα για εφαρμογή των αποφάσεων του ΟΗΕ περί αποχώρησης των στρατευμάτων κατοχής από το βόρειο τμήμα της Μεγαλονήσου συνέπιπτε με τα αντίστοιχα αραβικά αιτήματα για αποχώρηση του Ισραήλ από τη Δυτική Όχθη, την Λωρίδα της Γάζας, τα Υψώματα του Γκολάν και τον Νότιο Λίβανο.
Οι σχέσεις του αραβικού κόσμου με την Κυπριακή Δημοκρατία προσεγγίζουν υψηλά επίπεδα ανάπτυξης. Ταυτόχρονα όμως και προς εφαρμογή σειράς αποφάσεων του ΟΙΔ για την κατάσταση στην Κύπρο, ορισμένα αραβικά κράτη έχουν αρχίσει να αναπτύσσουν εμπορικές και άλλες σχέσεις και με το κατεχόμενο τμήμα της Μεγαλονήσου, με προεξέχουσα περίπτωση αυτή της Συρίας.
Η συριακή θέση έναντι της Κύπρου άρχισε να τροποποιείται σταδιακά μεν αλλά σταθερά δε, έπειτα από τις «επιθέσεις» διπλωματικής και στρατιωτικής φιλίας προς αυτή εκ μέρους της Τουρκίας, με αποκορύφωμα βέβαια τον τελευταίο τουρκικό ρόλο μεσολάβησης ανάμεσα σε Συρία και Ισραήλ για τη διευθέτηση των μεταξύ τους διαφορών. Η διαφοροποίηση της Συρίας φάνηκε ξεκάθαρα το 2007 στο ζήτημα που αφορούσε την ακτοπλοϊκή σύνδεση των κατεχομένων στη Κύπρο με τη Συρία, όταν η στάση που τήρησε στο θέμα αυτό ήρθε απλά να δέσει ως ικανοποίηση σχετικού αιτήματος της Τουρκίας, χρησιμοποιώντας βέβαια ως πλαίσιο για την υλοποίηση του εν λόγω αιτήματος τον ΟΙΔ.
Ειδικότερα και προς χάριν υπενθύμισης των γεγονότων, η ακτοπλοϊκή σύνδεση των κατεχομένων στην Κύπρο με τη Συρία, εξελίχθηκε σε διπλωματικό βατερλό για τη Λευκωσία και την Αθήνα. Παρά τις διαβεβαιώσεις αξιωματούχων της συριακής κυβέρνησης ότι η Δαμασκός αναγνωρίζει μόνο την Κυπριακή Δημοκρατία και ότι δεν έχει συνάψει καμία συμφωνία με τις λεγόμενες αρχές για άνοιγμα λιμανιών των κατεχομένων, όπως μεταδόθηκε τότε από το διεθνή τύπο, η Συρία ανακοίνωσε την πραγματοποίηση δυο εβδομαδιαίων ακτοπλοϊκών δρομολόγιων μεταξύ της κατεχόμενης Αμμοχώστου και της συριακής Λατάκια. Σύμφωνα μάλιστα με δηλώσεις Σύριων αξιωματούχων στον τομέα της ναυτιλίας της Συρίας, «τα δρομολόγια αποσκοπούν στην προώθηση του τουρισμού ανάμεσα στις δύο χώρες(!)». Ενώ για την τουρκοκυπριακή πλευρά, η ακτοπλοϊκή σύνδεση της με τη Συρία ουσιαστικά αποτελεί γέφυρα ανάμεσα στο βόρειο τμήμα της Νήσου με τη Μέση Ανατολή.
Ο Τουρκοκύπριος «υπουργός» Οικονομίας και Ενέργειας Σουνάτ Ατούν στη διάρκεια πρόσφατης επίσκεψης που πραγματοποίησε στη Δαμασκό ως σταθμό περιοδείας που περιλάμβανε τη Συρία και τον Λίβανο, ανακοίνωσε την πρόθεση της τουρκοκυπριακής πλευράς να προβεί εντός του 2010 σε άνοιγμα διπλωματικού γραφείου στη Συρία. Επίσης ανακοίνωσε την απόφαση για αμοιβαία άρση έκδοσης των αδειών εισόδου (visa) ανάμεσα στην Συρία και το κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου την οποία απέδωσε στις επιτυχείς διπλωματικές προσπάθειες της Τουρκίας και πάντοτε σε εκτέλεση σχετικής απόφασης του Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης. Ο Τουρκοκύπριος υπουργός στη συνέχεια επισκέφθηκε τον Λίβανο προκειμένου να συναντηθεί με Λιβανέζους επιχειρηματίες και να ενημερωθούν για επενδυτικές ευκαιρίες στην κατεχόμενη Κύπρο.
Οι σχέσεις της τουρκοκυπριακής πλευράς με τη Συρία έχουν προσεγγίσει υψηλά επίπεδα ανάπτυξης στον τομέα του τουρισμού. Το τουρκοκυπριακό υπουργείο εξωτερικών έχει πολλάκις διοργανώσει επισκέψεις αντιπροσωπειών αποτελούμενες από εκπροσώπους ταξιδιωτικών πρακτορείων, διευθυντών ξενοδοχείων, δημοσιογράφων και τεχνοκρατών στη συριακή πρωτεύουσα με σκοπό την ενίσχυση της τουριστικής συνεργασίας. Επίσης Σύριοι επιχειρηματίες έχουν επισκεφθεί το κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου.
Συστηματικά και μεθοδικά, η Τουρκία θέτει σε εφαρμογή πολιτικές για την επίτευξη των γεωπολιτικών της στόχων που εκτείνονται στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου όπου βρίσκεται η Κύπρος την οποία εκλαμβάνει σύμφωνα με την διατυπωθείσα θέση του Τούρκου ΥΠΕΞ Νταβούτογλου ως «μία σταθερή βάση και ενός αεροπλανοφόρου, που θα πιάνει το σφυγμό των θαλασσίων οδών». Συγκεκριμένα, με τη συνεχή διπλωματική στήριξη της Τουρκίας η τουρκο-κυπριακή πλευρά κινείται με σκοπό την άρση της απομόνωσής της. Περί τα τέλη Ιουνίου 2010 επιχειρηματίες από το κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου προέβησαν στη δημιουργία του περίφημου «Τουρκο-κυπριακό-Ρώσικου Επιχειρηματικού Συμβουλίου» με ζητούμενο την ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων της Ρωσίας με την τουρκο-κυπριακή πλευρά. Σύμφωνα με δήλωση του προέδρου του Συμβουλίου Τσετίν Αταλάι η πρόσφατη ενδυνάμωση της οικονομικής συνεργασίας Τουρκίας-Ρωσίας αναμένεται να ασκήσει θετική επιρροή και στο βόρειο τμήμα της Κύπρου.
Στους τουρκικούς στρατηγικούς σχεδιασμούς περί μετατροπής της Κυρήνειας στη βόρεια Κύπρο σε τουριστική πρωτεύουσα της Μεσογείου, η τουρκική εταιρία Μποζγκρούπ προέβη σε επένδυση ύψους 220 εκατ. δολαρίων για την κατασκευή ξενοδοχειακού συγκροτήματος με την επωνυμία «Κράτος Πρίμιουμ» (Cratos Premium) που θα περιλαμβάνει ξενοδοχειακές μονάδες, καζίνο και λιμάνι. Η σπουδαιότητα της επένδυσης έγκειται επίσης στο γεγονός ότι η επενδύτρια εταιρία στη διάρκεια των 45 ετών δραστηριοποίησης της κυρίως στον κατασκευαστικό τομέα έχει πραγματοποιήσει συνολικές επενδύσεις που ξεπερνούν τα 2.5 δις. δολάρια και χρηματοδοτεί σχεδόν εξολοκλήρου το έργο στην κατεχόμενη Κύπρο με ιδίους πόρους.
Επιπρόσθετα, στις 20 Ιουλίου 2010 στο περιθώριο των επετειακών εκδηλώσεων για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ο Τούρκος αναπληρωτής πρωθυπουργός Τσεμίλ Τσισέκ υπέγραψε συμφωνία ανάμεσα στην Τουρκία και την τουρκοκυπριακή πλευρά για την κατασκευή υποθαλάσσιου αγωγού για την μεταφορά πόσιμου ύδατος από την Τουρκία στο βόρειο τμήμα της Νήσου. Παράλληλα οι δύο πλευρές διαπραγματεύονται σχέδιο για τη μεταφορά ηλεκτρικού με υποθαλάσσιο καλωδιακό σύστημα από την Τουρκία στο βόρειο τμήμα της Κύπρου.
Οσον αφορά στην τουρκική στήριξη για διεθνή αναγνώριση της τουρκοκυπριακής πλευράς και άρση της διεθνούς της απομόνωσης, αξίζει να παρατεθεί ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά διατηρεί επαφές με μία σειρά από χώρες, καθώς και με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, μέσω των διπλωματικών γραφείων της. Τα διπλωματικά γραφεία δεν διέπονται από επίσημο διπλωματικό καθεστώς, ωστόσο λειτουργούν ως de facto πρεσβείες και προξενεία. Στις ΗΠΑ, η τουρκοκυπριακή πλευρά διατηρεί διπλωματικό γραφείο στη Νέα Υόρκη το οποίο λειτουργεί ως πρεσβεία και προξενείο στον ΟΗΕ και τα μέλη του πραγματοποιούν επίσημες και ανεπίσημες επαφές με τον ΟΗΕ και λοιπές αντιπροσωπείες. Επίσης υπάρχει διπλωματικό γραφείο στην Ουάσιγκτον που λειτουργεί ως de facto πρεσβεία στις ΗΠΑ. Η Τουρκία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εδραίωση των διεθνών σχέσεων της τουρκοκυπριακής πλευράς με τρίτες χώρες εκπροσωπώντας τα συμφέροντα της «Βόρειας Κύπρου» σε κράτη όπου δεν υφίστανται τουρκοκυπριακά διπλωματικά γραφεία. Ειδικότερα η τουρκοκυπριακή πλευρά διατηρεί διπλωματικά γραφεία στην Αυστραλία, στις ευρωπαϊκές χώρες του Βελγίου, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ουγγαρίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιταλίας, στις μουσουλμανικές χώρες του Πακιστάν, της Σαουδικής Αραβίας, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, και του Αζερμπαϊτζάν καθώς επίσης στη Νότιο Αφρική, τον Καναδά, την Κίνα και την Ελβετία. Πρόσφατα, εξέφρασαν την πρόθεση να αναγνωρίσουν την ανεξαρτησία της τουρκοκυπριακής πλευράς η Γκάμπια και η Παραγουάη, ενώ η Ρωσία έθεσε ως προϋπόθεση αναγνώρισης της τουρκο-κυπριακής πλευράς την προηγούμενη αναγνώριση της Οσετίας και της Αμπχαζίας εκ μέρους της Τουρκίας.
«Τουρκική» μειονότητα Δυτικής Θράκης
Οι προθέσεις της Τουρκίας να εγείρει θέμα «τουρκικής» μειονότητας στη Θράκη έχουν καταστεί το τελευταίο χρονικό διάστημα πασιφανείς. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να ενταχθεί η απόφαση Νο.7/37-ΜΜ του ΟΙΔ, που κάνει λόγο για παραβίαση των πολιτικών, πολιτειακών και θρησκευτικών δικαιωμάτων της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη.
Συγκεκριμένα, η εισήγηση-αναφορά της Γενικής Γραμματείας αναφέρεται στη συνθήκη της Λοζάνης, η οποία εξασφαλίζει τα δικαιώματα της μουσουλμανικής μειονότητας στη Δυτική Θράκη, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος να ελέγχουν τα θρησκευτικά κέντρα και τα ισλαμικά της ιδρύματα ως Έλληνες πολίτες με πλήρη δικαιώματα και καθήκοντα.
Ο ισχυρισμός περί παραβίασης των μειονοτικών δικαιωμάτων εκ μέρους της ελληνικής πολιτείας στοιχειοθετείται σε «πληροφορίες που έχει λάβει» η Γενική Γραμματεία του Οργανισμού και αφορούν κυρίως στην παρεμπόδιση της συμμετοχής μελών της μουσουλμανικής μειονότητας στην ενεργό πολιτική ζωή της Ελλάδας:
1. Λόγω της ποσόστωσης του 3% ως βασική προϋπόθεση εισαγωγής κομμάτων στο Κοινοβούλιο στις εθνικές εκλογές, που σημαίνει ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ανεξάρτητος υποψήφιος να εκλεγεί σε άλλη περιφέρεια πλην της Αθήνας. Ο πληθυσμός της «τουρκικής» μειονότητας, ο οποίος ανέρχεται σε 1,5% επί του συνολικού πληθυσμού της χώρας δεν αρκεί για να εκπροσωπηθεί από ανεξάρτητους υποψηφίους, αναγκάζοντας τα μέλη της «τουρκικής» μουσουλμανικής μειονότητας να κατεβαίνουν στις εκλογές ως υποψήφιοι των ελληνικών πολιτικών κομμάτων. Η υποκρισία του εν λόγω επιχειρήματος είναι εξοργιστική δεδομένου ότι το πλαφόν εισαγωγής στο Τουρκικό Κοινοβούλιο είναι 10%! Και η ελληνική διπλωματία απέτυχε να ενημερώσει τις φιλικές προς την Αθήνα πρωτεύουσες!
2. Λόγω της πληθυσμιακής πολιτικής της Ελλάδας και «τον εποικισμό των μεταναστών», εκ των οποίων το μεγαλύτερο μέρος προέρχεται από την Ρωσία, σε περιοχές όπου τα μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας διαβιούν. Στόχος, ισχυρίζονται, είναι η μείωση της πολιτικής δύναμης της «τουρκικής» μειονότητας, η οποία στηρίζεται στη δημογραφική της πυκνότητα. Η πολιτική εκπροσώπηση των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης μπλοκαρίστηκε μέσω του «Σχεδίου Καποδίστριας» το οποίο επιτρέπει τη διοικητική αναδιάρθρωση των περιφερειών, δήμων και κοινοτήτων κατά τρόπο ώστε να εγερθούν νέα εμπόδια για την τουρκική μειονότητα! Η μειονότητα, υποστηρίζουν, αποτελεί το 50% του πληθυσμού στη Ροδόπη, που αποτελεί τη μοναδική περιφέρεια όπου η μειονότητα έχει καθοριστικό ρόλο στην εκλογή του «κυβερνήτη» της. Με βάση αυτό το Σχέδιο, η Ροδόπη, όπου υπάρχει «τουρκική» πλειοψηφία, ενώθηκε με τον Έβρο, όπου υπάρχει ελληνική πλειοψηφία. Επίσης, η Ξάνθη ενώθηκε με τις δύο περιφέρειες της Καβάλας και της Δράμας, όπου διαβιούν μόνο Έλληνες.
Στο κεφάλαιο περί σεβασμού των θρησκευτικών και εθνοτικών δικαιωμάτων, η απόφαση του ΟΙΔ αναφέρεται σε βανδαλισμούς και ασέβειες έναντι των ιερών μουσουλμανικών τοποθεσιών όπως τα τζαμιά και τα κοιμητήρια στη Δυτική Θράκη.
Καθίσταται προφανές ότι η Τουρκία προβαίνει σε πολιτική και διπλωματική αξιοποίηση της πρόσβασής της στον ΟΙΔ σε βάρος της Ελλάδας, όπως άλλωστε αποτυπώνεται ξεκάθαρα στην απόφαση Νο. 7/37-ΜΜ για την κατάσταση της μειονότητας στην Ελλάδα. Η συγκεκριμένη απόφαση:
1. Απαιτεί την αναγνώριση από την Ελλάδα των εκλεγμένων μουφτήδων στην Ξάνθη και την Κομοτηνή ως επίσημους μουφτήδες.
2. Κάνει έκκληση προς την Ελλάδα να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την εκλογή των διοικητικών συμβουλίων των θρησκευτικών τοποθεσιών (Awqaf) από την τουρκο-μουσουλμανική μειονότητα, ώστε οι εκλεγμένοι μουφτήδες να είναι σε θέση να εποπτεύουν την περιουσία των θρησκευτικών τοποθεσιών. Επίσης καλεί την Ελλάδα να θέσει τέλος στην απαλλοτρίωση των περιουσιών των θρησκευτικών τοποθεσιών καθώς και στους βαρύτατους φόρους που επιβάλλονται σε αυτές. Ετσι η Ελλάδα καλείται να προχωρήσει σε όλες τις απαραίτητες τροποποιήσεις σε νόμους που αφορούν τα παραπάνω ζητήματα σε διαβούλευση με αντιπροσώπους της μουσουλμανικής μειπονότητας.
3. Εκφράζει την απογοήτευση για την απαγόρευση που έχει επιβληθεί από το Ανώτατο Ελληνικό Δικαστήριο στις δραστηριότητες της παλαιότερης Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης (ΜΚΟ) της τουρκικής μουσουλμανικής μειονότητας με την επωνυμία «Τουρκική Ένωση της Ξάνθης», που συστάθηκε το 1984, και καλεί την Ελλάδα να εφαρμόσει τρεις (3) σε αριθμό αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που αφορούν στις μη-κυβερνητικές οργανώσεις της τουρκο-μουσουλμανικής μειονότητας οι οποίες άρουν την απαγόρευση που επέβαλε το Ελληνικό Ανώτατο Δικαστήριο στις δραστηριότητες των ΜΚΟ με το μοναδικό αιτιολογικό ότι ο τίτλος φέρει τις λέξεις «τουρκική/μειονότητα» στις ονομασίες τους.
Σύμφωνα μάλιστα με τη Γενική Γραμματεία του ΟΙΔ, η «τουρκική μουσουλμανική μειονότητα» προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο προκειμένου να καταδικαστεί η Ελλάδα με την κατηγορία ότι απαγορεύει στη μειονότητα να ασκεί το δικαίωμα της ειρηνικού συνεταιρίζεσθαι, το οποίο κατοχυρώνεται από τη Συνθήκη της Λοζάνης του 1923, και επιπλέον ελπίζοντας «ότι αυτή η απόφαση θα κινητοποιήσει τις ελληνικές αρχές να τροποποιήσουν την νομοθεσία τους και να επιτρέψουν στην ‘τουρκική μουσουλμανική μειονότητα’ να μπορεί να χρησιμοποιεί την εθνική της ταυτότητα στους τίτλους των μειονοτικών οργανώσεων»
4. Καλεί την Ελλάδα να αποκαταστήσει τα πολιτειακά δικαιώματα δεκάδων χιλιάδων μελών της τουρκικής μειονότητας που αποστερήθηκαν την εθνικότητα τους σε εφαρμογή του καταργηθέντος πλέον Αρθρου 19 του Ελληνικού Νόμου περί Υπηκοότητας (Αρ. 3370/1955). Η ανεδαφικότητα του συγκεκριμένου αιτήματος είναι πρόδηλη τη στιγμή που στην Ιμβρο, Τένεδο και Κωνσταντινούπολη έχει σχεδόν εξαφανιστεί η ελληνική μειονότητα συνεπεία της εφαρμογής πολιτικών αποφάσεων και πρακτικών εκφοβισμού εκ μέρους της Τουρκίας τις τελευταίες δεκαετίες.
5. Κάνει έκκληση προς την Ελλάδα να διαβουλευτεί με τους εκπροσώπους της τουρκικής μουσουλμανικής μειονότητας σχετικά με το νέο ελληνικό σχέδιο διοικητικής αναδιάρθρωσης των εθνικών περιφερειών έτσι ώστε η δίκαιη πολιτική εκπροσώπηση των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης να μην διαταραχθεί περαιτέρω.
6. Προσκαλεί την Ελλάδα να διαβουλευτεί με την τούρκική μουσουλμανική μειονότητα ώστε να τεθούν επί τάπητος τα μορφωτικά τους προβλήματα τα οποία συνδέονται άμεσα με το κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο ανάπτυξης της περιφέρειας στην οποία διαβιούν.
7. Ζητά από την Γενική Γραμματεία του Οργανισμού να ξεκινήσει έρευνα πραγματογνωμοσύνη προκειμένου να εξετασθεί η αυθεντικότητα των επανειλημένων αναφορών για πράξεις βανδαλισμού και διάκρισης σε βάρος των τζαμιών και των μουσουλμανικών κοιμητηρίων της Δυτικής Θράκης, και ζητά από την Γενική Γραμματεία να παρουσιάσει σχετική αναφορά στο πλαίσιο σύγκλησης της 38ης Διάσκεψης των ΥΠΕΞ.
Καθίσταται προφανές ότι η Ελλάδα οφείλει να προβεί στις απαραίτητες «διορθωτικές κινήσεις» στην πολιτική της με σκοπό την προβολή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και σε επιλεγμένες χώρες του Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης ως χώρα που σέβεται το Ισλάμ και αντιμετωπίζει τους μουσουλμάνους όπως τους υπόλοιπους Έλληνες πολίτες, τη στιγμή μάλιστα που σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Αμερικανικής Επιτροπής Διεθνούς Θρησκευτικής Ελευθερίας, η Τουρκία κατατάσσεται στον κατάλογο των δώδεκα (12) σημαντικότερων παραβατών σε θέματα θρησκευτικής ελευθερίας.
Με αυτό τον τρόπο, όχι μόνο θα αφαιρεθούν επιχειρήματα από τη διπλωματική «φαρέτρα» της Τουρκίας, αλλά η Αθήνα με την υιοθέτηση στρατιωτικών και πολιτικών πρωτοβουλιών με επιλεγμένα αραβικά κράτη ώστε να οικοδομηθεί ένα κοινό modus operandi σε ζητήματα περιφερειακού και ελληνοκεντρικού ενδιαφέροντος, θα κάνει αισθητή την παρουσία και την παρεμβατική της δυνατότητα στην ευρύτερη περιοχή, συμπληρώνοντας το πολιτικό κενό του οποίου, αν μη τι άλλο, επιδιώκουν την αναπλήρωση περιφερειακές χώρες, όπως η Τουρκία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα ελληνικά συμφέροντα…
Αντωνία Δήμου, επικεφαλής του τομέα Μέσης Ανατολής και Περσικού κόλπου στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Αμυνας και Ασφάλειας, εταίρος στο Κέντρο Στρατηγικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Ιορδανίας και στο Κέντρο για την Ανάπτυξη στη Μέση Ανανολή (CMED) του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, Λος Αντζελες, ΗΠΑ.
Πηγή: http://www.strategyreport.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου