Του Δρ. Γεωργίου Κ. Φίλη
Το Στίγμα: Μια ματιά στην "διεθνή" εμπειρία ΔΕΝ βλάπτει. |
Τα τελευταία είκοσι έτη η οικονομική ανάπτυξη της Βραζιλίας δεν
μπορεί παρά να χαρακτηριστεί το λιγότερο ως εντυπωσιακή. Η ανάκαμψη
ξεκίνησε με ένα σωστά οργανωμένο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων κατά τη
περίοδο μεταξύ των αρχών και της μέσης της δεκαετίας του 1990, κατά την
οποία πολλοί κρατικοί οργανισμοί πέρασαν σε χέρια ιδιωτών. Μέσω του
προγράμματος αυτού η Βραζιλία, μία χώρα μεγάλη με προοπτικές αλλά
«κλειστή» για τη παγκόσμια οικονομία και με δεμένα τα χέρια λόγω της
κρατικοδίαιτης οργάνωσής της, κατάφερε να εξελιχθεί σε μία από τις πλέον
δυναμικές οικονομικές δυνάμεις του πλανήτη, να καταστεί μέλος των BRICS
(Brazil-Russia-India-China-South Africa) και φυσικά μέλος των G-20. Πώς όμως τα κατάφερε όλα αυτά;
Το πρόβλημα…
Το κυριότερο πρόβλημα της χώρας ήταν ο μεγάλος
πληθωρισμός ο οποίος, για τριάντα και πλέον έτη, εξανέμιζε στην
κυριολεξία την αγοραστική δύναμη των πολιτών, αλλά και δεν μπορούσε να
δημιουργήσει ένα σταθερό μακροοικονομικό αλλά και μικροοικονομικό
πλαίσιο για τις επιχειρήσεις ώστε να επενδύσουν σε μία χώρα στην οποία
λόγω ακριβώς της διακύμανσης των τιμών δεν ήταν δυνατόν να επεξεργαστούν
αξιόπιστα επιχειρησιακά σχέδια (business plan). Όπως γίνεται αντιληπτό
το πρόβλημα της Βραζιλίας ήταν βαθιά συστημικό και είχε να κάνει με το
γεγονός πως οι τιμές προσαρμόζονταν σε καθημερινή βάση σύμφωνα
με τις μεταβολές στους δείκτες τιμών αλλά και την ισοτιμία του τοπικού
νομίσματος του με το αμερικανικό δολάριο.
Η λύση…
Το «Σχέδιο Ρεάλ» το οποίο εξαγγέλθηκε την άνοιξη του 1994 αποτελούσε μία φιλόδοξη προσπάθεια με αντικειμενικό στόχο την
τιθάσευση του πληθωρισμού, μέσω της εισαγωγής ενός νέου νομίσματος και
της σύνδεσής του με το δολάριο έτσι ώστε να αποκτήσει μία σταθερή αξία. Όπως
μπορεί να γίνει κατανοητό το σχέδιο αυτό από την αρχή δεν συγκέντρωσε
και πολλούς… θαυμαστές στο εσωτερικό της χώρας. Εν συντομία το πρόγραμμα
είχε ως εξής:
Tο νέο νόμισμα το Real (στον πληθυντικά Reais) εισήχθη στις 1 Ιουλίου
1994, με σκοπό να σταθεροποιήσει τον πληθωρισμό, μέσω της σύνδεσής
(pegging) του με το αμερικανικό δολάριο. Η σταθερή δε ισοτιμία που
επιλέχθηκε ήταν 1:1. O πληθωρισμός όπως ήταν φυσικό έπεσε σε μονοψήφια
επίπεδα αλλά όχι τόσο γρήγορα ώστε να αποφευχθεί η ανατίμηση του
νομίσματος. Η ανατίμηση πολύ απλά σήμαινε πως τα προϊόντα της Βραζιλίας
θα ήταν πολύ πιο ακριβά από άλλες ανταγωνιστικές χώρες, με αποτέλεσμα οι
εξαγωγές να αντιμετωπίζουν πρόβλημα και κατά συνέπεια να αυξάνεται το
έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας (δηλαδή οι
εισαγωγές να υποσκελίζουν τις εξαγωγές).
Όμως η χώρα τελικά δεν αντιμετώπισε έλλειψη ρευστού αφού οι «αγορές»
αντιμετώπισαν τις αλλαγές αυτές θετικά αφού ο πληθωρισμός τελικά
τιθασεύτηκε με αποτέλεσμα να υπάρξει μεγάλη εισαγωγή κεφαλαίων. Πέραν
όμως της «καλής θέλησης» των αγορών η κυβέρνηση της χώρας έβαλε και αυτή
το χεράκι της αφού προχώρησε σε κάποιες διαρθρωτικές αλλαγές με σκοπό
την συστολή των σπαταλών, ενώ αύξησε και τα επιτόκια.
Το αποτέλεσμα των συγκεκριμένων κινήσεων ήταν διττό: Από τη
μία να συγκρατήσει τον πληθωρισμό για αρκετά έτη, αλλά και να
προσελκύσει ρευστότητα από επενδυτές οι οποίοι θέλησαν να εκμεταλλευτούν
τις υψηλές αποδόσεις. Η αύξηση της εισροής κεφαλαίων στην
ουσία βοήθησε την Βραζιλία να αναχρηματοδοτήσει το έλλειμμα στο ισοζύγιο
τρεχουσών συναλλαγών και να αυξήσει εντυπωσιακά το αποθεματικό της σε
συνάλλαγμα ενώ μπόρεσε να χρηματοδοτήσει και τα αναπτυξιακά έργα, μέσω
ενός προγράμματος δημοσίων επενδύσεων.
Σε γενικές γραμμές το «Σχέδιο Ρεάλ» υπήρξε ένας θρίαμβος της Βραζιλίας, με αποτέλεσμα σε
ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα 25 εκατομμύρια περίπου πολίτες να είναι
σε θέση να αναβιβαστούν στην μεσαία τάξη της χώρας, και να ξεφύγουν από
τη φτώχια. Όμως, η διατήρηση ελλειμματικών ισοζυγίων
τρεχουσών συναλλαγών για τη Βραζιλία υπήρξε ένα σοβαρότατο ζήτημα το
οποίο όπως ήταν φυσικό επιδεινώθηκε κατά τη κρίση του 1997 στις
Ασιατικές αγορές αλλά και κατά τη πτώχευση της Ρωσίας τον Αύγουστο του
1998.
Έτσι τον Νοέμβριο του 1998, για να αντιμετωπίσει τα
προβλήματα ρευστότητας λόγω των ελλειμμάτων η Μπραζίλια έλαβε 41,5
δισεκατομμύρια δολάρια δάνεια από το Δ.Ν.Τ., ενώ έχοντας πλέον σταθεροποιήσει τη κατάσταση με τον πληθωρισμό η κεντρική τράπεζα τον Ιανουάριο του 1999, ανακοίνωσε την αποδέσμευση του Real από τη σταθερή ισοτιμία με το δολάριο
σε μία κίνηση με την οποία αποσκοπούσε στην διολίσθηση του νομίσματος –
φυσικά με ελεγχόμενες κινήσεις. Στόχος της διολίσθησης ήταν να μειωθεί
το κόστος των Βραζιλιάνικων προϊόντων και να αυξηθούν οι εξαγωγές.
Πράγματι, οι εξαγωγές αυξήθηκαν με αποτέλεσμα η Βραζιλία να έχει μία
σημαντική εισροή συναλλάγματος και να βελτιωθεί το ισοζύγιο τρεχουσών
συναλλαγών. Η συγκεκριμένη αυτή κίνηση – τη σωστή στιγμή – βοήθησε την
Βραζιλία να κερδίσει σε αξιοπιστία προς το εξωτερικό αφού με την αύξηση
των εξαγωγών της το χρέος επί του Α.Ε.Π για το 1999 έκλεισε στο 48%,
πιάνοντας τον στόχο του Δ.Ν.Τ.. Πλέον οι «αγορές» πείστηκαν πως
ακόμα και με μία μη κεντρικά ελεγχόμενη ισοτιμία ο πληθωρισμός στη χώρα
νικήθηκε, οι εξαγωγές αυξάνονται και η οικονομία της χώρας
σταθεροποιήθηκε.
Το αποτέλεσμα…
Έτσι, το 2000 η Βραζιλία αναπτύχθηκε με ρυθμούς 4,4%, και παρά τους
αρχικούς φόβους για το πώς θα επηρεαστεί η χώρα από τη κατάρρευση της
Αργεντινής το 2001, αλλά και από την άνοδο στην εξουσία του αριστερού
Λουίς Ιγνάσιο Λούλα ντα Σίλβα (2002), η δυναμική συνεχίστηκε. Το 2004, η
ανάπτυξη άγγιξε το 5,7% και το 2007 το 6,1%. Τα δύσκολα χρόνια
από το 2008 και μετά, η Βραζιλία φαίνεται για την ώρα να τα περνάει
χωρίς μεγάλες απώλειες ενώ είναι χαρακτηριστικό πως η εμπιστοσύνη των
«αγορών» προς τη χώρα αυτή αντικατοπτρίζεται στην ανατίμηση του Real σε σχέση με άλλα νομίσματα.
Το να αναφερθούμε περεταίρω στη θέση της Βραζιλίας ως ενός παγκοσμίου
επιπέδου εξαγωγέα θα ήταν πλεονασμός, αρκεί μόνο να υπογραμμίσουμε
κάποια ενδεικτικά σημεία: H χώρα αποτελεί τον δεύτερο παγκοσμίως
προορισμό Ξένων Άμεσων Επενδύσεων (Foreign Direct Investment)
υπολειπόμενη μόνο της… Κίνας. Εταιρίες όπως η γνωστή σε όλους μας
Embraer αποτελεί παγκόσμιο ηγέτη στην κατασκευή μεσαίου και μικρού
μεγέθους αεροσκαφών, υπολειπόμενη μόνο από τη Boeing και την Airbus. Η
Petrobras φιλοδοξεί να κυριαρχήσει στην αγορά ενέργειας ενώ η χώρα
αποτελεί τον μεγαλύτερο εξαγωγέα σε αρκετά αγροτικά προϊόντα όπως βοδινό
κρέας, κοτόπουλο, καφέ, χυμό πορτοκάλι, και ζάχαρη ενώ προσφάτως έχουν
ανακαλυφθεί μεγάλα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου στα ανοιχτά
των ακτών της, δηλαδή στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της χώρας.
Τέλος δεν είναι τυχαίο πως η οικονομική της ανάπτυξη την έχει
οδηγήσει το κλαμπ των G-20, έχει αυξήσει το «ειδικό της βάρος» στο
Δ.Ν.Τ. ενώ αποτελεί αναπόσπαστο μέλος των BRICS. Φυσικά, η συγκεκριμένη
δραστηριότητα δεν περιορίζεται μόνο στον στενά οικονομικό τομέα, οι
σχετικά πρόσφατη έναρξη συνεργασίας της χώρας με την Γαλλία στον
εξοπλιστικό τομέα, με κορύφωση τη κατασκευή υποβρυχίου πυρηνικής
πρόωσης, μόνο τυχαία δεν μπορεί να είναι…
Το μήνυμα…
Το παράδειγμα της Βραζιλίας είναι χαρακτηριστικό και συναφές με αυτή
της χώρας μας αναφορικά με το ζήτημα του τι θα έπρεπε να συμβεί για να
βγει η χώρα από ένα φαύλο κύκλο που οδηγούσε όχι στο πουθενά… αλλά στον
μαρασμό.
Η Μπραζίλια, στην ουσία είχε το ίδιο πρόβλημα το οποίο θα αντιμετωπίσει η Αθήνα εάν και εφόσον βγει από το ευρώ: Την αντιμετώπιση του πληθωρισμού (φυσικά στη δικιά μας περίπτωση θα είναι υπερπληθωρισμός).
Η «συνταγή» επιβίωσης είναι η ίδια με τη περίπτωσή μας, δηλαδή η
εισαγωγή ενός νέου νομίσματος και η σύνδεσή του με το δολάριο για ένα
ορισμένο χρονικό διάστημα αλλά και η απόδοση οικονομικής βοήθειας προς
τη χώρα έως ότου σταθεροποιηθεί η κατάσταση, διολισθήσει με ελεγχόμενο
τρόπο το νέο νόμισμα σε φυσιολογική επίπεδα σε σχέση με το δολάριο, και
αυξηθούν οι εξαγωγές. Το μήνυμα που πρέπει να περάσει στη χώρα
μας είναι πως τελικά κανένα πρόβλημα δεν είναι άλυτο, απλά πρέπει να
θέσουμε πάντα το σωστό ερώτημα και να δούμε τι λέει και η…
βιβλιογραφία, η πραγματικότητα αλλά και το ποιες είναι οι δικές μας
ειδικές ανάγκες αφού κανείς δεν θα μπορεί να ισχυριστεί πως η Βραζιλία
και η Ελλάδα, η συγκυρία το 1994 και το 2012 και οι αντίστοιχες
επιπλοκές είναι οι ίδιες.
Η κυριότερη δε διαφορά της Ελλάδας με την όμορφη αυτή χώρα της
Λατινικής Αμερικής δεν είναι ούτε τα συγκριτικά μεγέθη, ούτε όμως και τα
ποσά που θα πρέπει να αφιερωθούν από τη διεθνή κοινότητα ώστε να
σταθεροποιηθούν οι δύο οικονομίες είναι όμοια. Είναι ενδιαφέρον να
αντιληφθούμε πως τα 41,5 δισ. δολάρια που έδωσε το Δ.Ν.Τ. στη Βραζιλία
για να βοηθήσει τη ρευστότητά της, για την Ελλάδα έχουν αποδειχτεί απλά
«φιστίκια», αφού μιλάμε πως ένα αντίστοιχο ποσό είναι το εφάπαξ τριών
μόλις δόσεων από αυτά που χρειάζεται η χώρα μας. Άρα το μέγεθος στη
συγκεκριμένη περίπτωση δεν… μετράει αφού μία χώρα τουλάχιστον δεκαπέντε
φορές μικρότερη λαμβάνει πολλαπλάσια χρήματα.
Αυτό λοιπόν που μετράει είναι το κατά πόσο η κάθε χώρα είναι
διασυνδεδεμένη με το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα (πράγμα που μας
λέει πως η Ελλάδα του 2012 είναι απείρως περισσότερο από τη Βραζιλία του
1998), καθώς και το κατά πόσο μία χώρα είναι σε θέση να παράγει έτσι
ώστε να αποκτήσει πρόσβαση στο πολύτιμο συνάλλαγμα. Η Βραζιλία
αποτελούσε ακόμα και εν τω μέσω της οικονομικής κρίσης που αντιμετώπιζε,
μία χώρα που παρήγαγε, άρα είχε τη δυνατότητα να βελτιώσει το εμπορικό
της ισοζύγιο μόλις θα σταθεροποιούσε τον πληθωρισμό της και θα είχε
πρόσβαση στη ρευστότητα για επενδύσεις.
Ακριβώς για τον συγκεκριμένο λόγο επισημάναμε στο «ΣΧΕΔΙΟ Β’» πως η
Ελλάδα εάν δεν προχωρήσει σε δομικές αλλαγές (σαν αυτές που προβλέπει το
μνημόνιο) και δεν αρχίσει να παράγει αγαθά προς εξαγωγή (βλέπε το
ζήτημα των κοιτασμάτων, το οποίο όσο και να μας ξενίζει είναι σχετικά
άμεσο και ανέξοδο αφού οι επενδύσεις θα έρθουν από τις εταιρίες, ενώ η
Ελλάδα θα βάλει μόνο τα… οικόπεδα), τότε είτε είναι στο ευρώ,
είτε ακολουθήσει το σκεπτικό του Πάνου Καμμένου και μπει στο δολάριο,
είτε κόψει δραχμή και τη συνδέσει με το δολάριο, σε δέκα χρόνια από
σήμερα θα βρεθούμε στην ίδια και χειρότερη κατάσταση.
Με άλλα λόγια, η σύγκριση της Ελλάδας με τη Βραζιλία είναι
απολύτως δόκιμη αλλά και ενδεικτική για το τι θα πρέπει η χώρα μας να
κάνει εάν θα ήθελε να δει επιτέλους φως στο τούνελ, ακόμα και στη
περίπτωση ενός εσκεμμένου ή «κατά λάθους» πιστωτικού γεγονότος το οποίο
θα μας έβγαζε από το ευρώ.
Πηγή:http://www.defence-point.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου