Σάββατο 26 Μαρτίου 2011

ΑΝΑΛΥΣΗ: Υπάρχει ρόλος για την Ελλάδα; Προς «τελική λύση» στη Μέση Ανατολή;

Με την ευκαιρία της εθνικής εορτής της 25ης Μαρτίου, ο Αμερικανός πρόεδρος τηλεφώνησε στον Έλληνα πρωθυπουργό, όπου συζητήθηκαν οι περιφερειακές εξελίξεις…
Αυτά που διέρρευσαν ήταν ότι ο Μπάρακ Ομπάμα ευχαρίστησε τον Γιώργο Παπανδρέου για την αλληλεγγύη και τη βοήθεια που επιδεικνύει η Ελλάδα απέναντι στους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ αναφορικά με το ζήτημα που έχει προκύψει στη Λιβύη.
Η αλήθεια είναι ότι οι μαζικές «διευκολύνσεις» που παρέχει η Ελλάδα στις δυνάμεις ΝΑΤΟϊκών και μη χωρών οι οποίες καταφθάνουν στην περιοχή με σκοπό να λάβουν μέρος στην επιβολή της Ζώνης Απαγόρευσης Πτήσεων υπεράνω της Λιβύης, είναι όντως σημαντική συνδρομή.

Υπενθυμίζεται ότι σειρά χωρών, από τη Γαλλία, τη Νορβηγία και το Βέλγιο, μέχρι το μακρινό Κατάρ από τον Περσικό Κόλπο, έχουν βρει στις ελληνικές αεροπορικές βάσεις συνθήκες καλύτερες από αυτές που έχουν συνηθίσει στα δικά τους αεροδρόμια. Ο επαγγελματισμός του προσωπικού που στελεχώνει τις ελληνικές μονάδες έχει προκαλέσει εξαιρετικές εντυπώσεις, ενώ διαβιβάζει προς όλους το μήνυμα ότι μπορεί η χώρα να μαστίζεται από μια πρωτοφανή κρίση και να έχει περικόψει μέχρι σημείου… εξαφάνισης τις εξοπλιστικές δαπάνες, ωστόσο, όποιος θεωρήσει πως είναι «απροστάτευτη» θα έχει διαπράξει κολοσσιαίο στρατηγικό σφάλμα.

Ο Ομπάμα συζήτησε με τον Παπανδρέου το σύνολο των εξελίξεων στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή και φέρεται να έμεινε ικανοποιημένος από τις απαντήσεις που έλαβε σχετικά με το σκεπτικό της ελληνικής πολιτικής στο ζήτημα.

Οι δυο ηγέτες συμφώνησαν να συνεχίσουν τη στενή συνεργασία και ανανέωσαν το ραντεβού τους σε περίπτωση που απαιτηθεί από τις εξελίξεις.

Η συνομιλία αυτή έχει ξεχωριστή σημασία δεδομένων των τελευταίων εξελίξεων στη ευρύτερη περιοχή και την ενεργό εμπλοκή της Τουρκίας στις επιχειρήσεις, αφού όπως υποστηρίζουν οι Τούρκοι ικανοποιήθηκαν οι απαιτήσεις τους. Όπως έγινε γνωστό το ΝΑΤΟϊκό αεροπορικό στρατηγείο της Σμύρνης ανέλαβε τον επιχειρησιακό έλεγχο της επιβολής Ζώνης Απαγόρευσης Πτήσεων, κάτι που μπορεί να θεωρηθεί ότι αναβαθμίζει τον τουρκικό ρόλο στην περιοχή, τουλάχιστον για όσο διάστημα θα διαρκέσει η εμπλοκή στη Λιβύη.

Η κλιμάκωση...

Ωστόσο, δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι η κατάσταση στη Μέση Ανατολή τείνει να τεθεί εκτός ελέγχου: Η πιθανότητα να ξεσπάσουν συγκρούσεις στη Λωρίδα της Γάζας είναι εξαιρετικά αυξημένη. Ο Νετανιάχου δήλωσε ανοιχτά ότι η χώρα του είναι έτοιμη να απαντήσει με «πλήρη ισχύ» (with full force) στην έξαρση των πυραυλικών επιθέσεων από τη Γάζα προς αστικά κέντρα του Ισραήλ. Δεν είναι όμως μόνο το παλαιστινιακό πρόβλημα.

Στη Συρία η αναταραχή συνεχίζεται και παρότι θα ήταν εξαιρετικά πρόωρο να εκτιμήσει κανείς ότι κινδυνεύει το καθεστώς του Μπασάρ Αλ Άσαντ, δεν μπορεί παρά να ανησυχήσει για το τι μέλλει γενέσθαι. Το αίτημα για εκδημοκρατισμό που έχει διασπαρθεί από άκρου σ’ άκρον στη Μέση Ανατολή, αλλού πιο αυθόρμητα και αλλού υποκινούμενο, κινδυνεύει να τινάξει στον αέρα ισορροπίες δεκαετιών.

Ακόμα κι αν ένα καθεστώς θεωρείται μη φιλικό αλλά έχει εξευρεθεί ένα Modus Vivendi συνύπαρξης με τη Δύση, αυτό θεωρείται από πολλούς – όχι παράλογα – ως προτιμότερο από το ενδεχόμενο ανόδου στην εξουσία ανεξέλεγκτων πολιτικών δυνάμεων, οι οποίες υπό το βάρος των προβλημάτων και των αδιεξόδων θα βρουν διέξοδο προς τον ισλαμισμό με σκοπό να διατηρήσουν υπό έλεγχο τις κοινωνίες και να αποσπάσουν την προσοχή τους από τα κοινωνικά προβλήματα. Όχι πως αυτό δε συμβαίνει με τα σημερινά καθεστώτα, ωστόσο, η πάροδος του χρόνου έχει βοηθήσει στο να δημιουργηθούν δικλείδες ασφαλείας με τη μορφή καναλιών επικοινωνίας, τα οποία λειτουργούν ως «μαξιλάρι» απορρόφησης των κραδασμών σε περίπτωση που εκτραχυνθεί η κατάσταση.

Για να επιστρέψουμε στη Συρία, δεν είναι μυστικό πλέον ότι το καθεστώς συζητάει στο παρασκήνιο με τους Ισραηλινούς, όχι για να «ξεπουλήσει τα εθνικά του δίκαια» που θα κατηγορούσαν ορισμένοι, αλλά για να επιτύχει την επιστροφή των Υψωμάτων του Γκολάν τα οποία απώλεσε στον Πόλεμο των Έξι Ημερών, το 1967. Είναι προφανές ότι είναι ένα δύσκολο θέμα και οι διαπραγματεύσεις πολύπλοκες. Οι Σύριοι θα πρέπει να δώσουν ανταλλάγματα, υπό τη μορφή εγγυήσεων εγκατάλειψης συγκεκριμένης πολιτικής που υπονομεύει τη σταθερότητα στην περιοχή.

Η Συρία αποτελεί τον «κρίκο της αλυσίδας» που συνδέει το σιιτικό Ιράν με την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και του δίνει πρόσβαση στη σιιτική Χεζμπολάχ (το μακρύ χέρι της Τεχεράνης στην περιοχή και όχι μόνο, αφού στελέχη της εντοπίστηκαν να συμμετάσχουν σε… δραστηριότητες ακόμα και στο Μπαχρέιν!), αλλά και στη Χαμάς, στη Γάζα. Με τον εξοπλισμό των οργανώσεων αυτών, η Τεχεράνη  επιχειρεί να τις αξιοποιήσει στο πλαίσιο της αποτρεπτικής της στρατηγικής απέναντι στο Ισραήλ και στις ΗΠΑ, στην προσπάθεια να αποφύγει στρατιωτικό πλήγμα εναντίον της, με αφορμή το πυρηνικό της πρόγραμμα. Έχει κατορθώσει να δημιουργήσει σταδιακά την αίσθηση αξιόπιστης απειλής, ότι σε περίπτωση που δεχθεί στρατιωτικό πλήγμα από τις ΗΠΑ ή/και το Ισραήλ, τότε η περιοχή θα τυλιχτεί στις φλόγες, αφού Χεζμπολάχ και Χαμάς θα ανοίξουν δύο επιπρόσθετα μέτωπα στο εβραϊκό κράτος. Τα ευρήματα στο πλοίο «ΒΙΚΤΟΡΙΑ», τα υψηλής – κινεζικής και όχι μόνο – τεχνολογίας οπλικά συστήματα που κατασχέθηκαν (π.χ. ο κινεζικής κατασκευή πύραυλος ο οποίος στα χέρια της Χεζμπολάχ είχε σαν αποτέλεσμα την καταστροφή ισραηλινού πολεμικού πλοίου) προορίζονταν για τις δυνάμεις της Χαμάς, αναβαθμίζοντας δραματικά τις στρατιωτικές-φονικές της ικανότητες.

Την ίδια στιγμή, η δραστηριότητα του Ιράν στην υπονόμευση των σουνιτικών καθεστώτων στη Μέση Ανατολή – συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Η κατάσταση αυτή προκαλεί τον φόβο ξεσπάσματος σύγκρουσης ανάμεσα στη Σαουδική Αραβία («προστάτιδα» των σουνιτών) και το σιιτικό Ιράν. Η κατάσταση στο Μπαχρέιν και στην Υεμένη, έχουν έντονη «οσμή» της σύγκρουσης ανάμεσα στις δύο ηγέτιδες δυνάμεις της Μέσης Ανατολής.

Στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε πρόσφατη δήλωση της γαλλικής ηγεσίας ότι όσα γίνονται στη Λιβύη θα μπορούσαν να αφορούν και άλλες περιοχές στη Μέση Ανατολή, σε μια σαφή αναφορά σε θεωρούμενους ως συμμάχους της Τεχεράνης, ή το ακόμη και το Ιράν το ίδιο. Πόσο δύσκολο θα ήταν στις σημερινές συνθήκες να αποφασιστεί η εξουδετέρωση της Χεζμπολάχ, ενός μη κρατικού δρώντα ο οποίος περιπλέκει τόσο πολύ τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή; Μήπως σε αυτή την περίπτωση το πλήγμα θα ήταν επί της ουσίας εναντίον του Ιράν; Μήπως εάν το Ιράν επιχειρούσε να βοηθήσει θα δεχόταν κι αυτό συντριπτική στρατιωτική επίθεση; Πόσο πρέπει να μας τρομάζει η απειλή εκτόξευσης της τιμής του πετρελαίου με το κλείσιμο των Στενών του Χορμούζ από τους Ιρανούς Φρουρούς της Επανάστασης (Pasdaran); Μέχρι πότε θα γίνεται ανεκτός ο συγκεκριμένος εκβιασμός, εάν δεν διαφαίνονται βήματα πολιτικής διευθέτησης των αντιθέσεων; Μήπως τελικά η σύγκρουση και σε αυτή την περιοχή αρχίζει να λαμβάνει χαρακτηριστικά νομοτελειακής εξέλιξης;

Και να συνεχίσουμε τα ερωτήματα: Οι ταραχές στη Συρία, οι αντίστοιχες μικρότερου μεγέθους μέχρι στιγμής στην Ιορδανία, τα προβλήματα στην Αίγυπτο και την Υεμένη, μήπως μας έχουν κάνει να ξεχνάμε ότι πριν λίγους μήνες αντίστοιχες κινητοποιήσεις στο Ιράν είχαν καταλήξει με τη βίαιη κατάπνιξη κάθε αντιπολιτευόμενης φωνής από το καθεστώς; Για ποιο λόγο θεωρούμε ότι το Ιράν δεν θα «μολυνθεί» από τον «ιό» των εξεγέρσεων; Μήπως η Δύση δεν έχει την πολυτέλεια να σφυρίζει αδιάφορα δεδομένου του προηγουμένου που δημιουργείται στη Λιβύη;

Να υπενθυμίσουμε ότι η προαναφερθείσα τοποθέτηση της γαλλικής ηγεσίας προκάλεσε την αντίδραση της Γερμανίας, με τον υπουργό Εξωτερικών να μιλάει για επικίνδυνες και ολίγον ανεύθυνες δηλώσεις. Ωστόσο, οι δηλώσεις αυτές απηχούσαν πραγματικούς προβληματισμούς που έχουν αρχίσει να ωριμάζουν αναλυτικά στο πλαίσιο του στρατηγικού σχεδιασμού διαφόρων χωρών. Οδεύουμε τελικά σε «τελική λύση» στη Μέση Ανατολή;

Τα ζητούμενα για την Ελλάδα...

Η ανωτέρω καταγραφή αρκεί για να καταδείξει ότι το περιεχόμενο των συζητήσεων Παπανδρέου – Ομπάμα εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο στρατηγικού προβληματισμού στη Δύση ο οποίος δεν ξέρουμε που θα μας βγάλει. Ένα βασικό δεδομένο του προβλήματος στο οποίο η Ελλάδα οφείλει να εστιάσει την προσοχή της, είναι ο «ψυχρός πόλεμος» Τουρκίας – Γαλλίας. Η απόδοση του επιχειρησιακού ελέγχου στο αεροπορικό στρατηγείο της Σμύρνης μπορεί να θεωρηθεί νίκη της Άγκυρας, αφού η Γαλλία είχε εκφράσει την προτίμησή της για «διευθυντήριο» το οποίο θα αποτελείται από τους υπουργούς Εξωτερικών των χωρών που συμμετέχουν με δυνάμεις στις επιχειρήσεις. Αυτό θα συσταθεί και θα έχει, υποτίθεται, τον πολιτικό έλεγχο των εξελίξεων, ενώ το αεροπορικό στρατηγείο της Σμύρνης θα ασχοληθεί με το αμιγώς επιχειρησιακό σκέλος.

Καταλήγοντας το παρόν σημείωμα και επιχειρώντας να συνοψίσουμε το τι μπορεί να σημαίνουν οι τελευταίες εξελίξεις για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, επισημαίνουμε τα ακόλουθα:

Η Ελλάδα ΟΦΕΙΛΕΙ να δραστηριοποιηθεί διπλωματικά και να εμπλακεί πολυδιάστατα στις προσπάθειες διευθέτησης. Είναι προφανές ότι η εμπλοκή της Τουρκίας ΔΕΝ αποσκοπεί απλά στην επιδίωξη αναγνώρισής της ως μεγάλης περιφερειακής δύναμης. Αυτός είναι ένας γενικός, αν και στρατηγικός, στόχος. Στα άμεσα ζητήματα που απασχολούν την Άγκυρα εντάσσονται οι ανακαλύψεις κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, μια εξέλιξη η οποία τείνει να την περιθωριοποιήσει, εφόσον ο Δυτικός κόσμος έχει πλέον κάθε κίνητρο να συνταχθεί με τις ελληνικές θέσεις, εφόσον με αυτό τον τρόπο εξυπηρετούνται τα σχέδια στο πλαίσιο του σχεδιασμού για την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι μόνο.

Αυτόν τον υπολογισμό επιχειρεί να επηρεάσει η Τουρκία και να αντιστρέψει την σε βάρος της κατάσταση. Και πάντα, αυτό θα γίνεται με τη χρήση ενός μίγματος κινήτρων και απειλών. Στην περίπτωσή μας τα κίνητρα αφορούν στη Δύση, με την ανάληψη ηγετικού ρόλου στο ζήτημα της Λιβύης και την απόπειρα αντιμετώπισης των Γάλλων, κάτι που δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι «στενοχωρεί» κιόλας τους Αμερικανούς.

Το πρόβλημα είναι ότι οι απειλές αφορούν την Ελλάδα. Και δεν πρόκειται να πάψουν ποτέ. Η Τουρκία, όσο συνεχίζει να πιστεύει ότι είναι… κατά βάθος μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη (για να είμαστε και δίκαιοι, ο στόχος δεν είναι ανέφικτος, υπό προϋποθέσεις) δεν πρόκειται να συναινέσει στον αποκλεισμό της από το μεγάλο ενεργειακό παίγνιο στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, έστω κι αν αυτό συμβαίνει λόγω των προβλέψεων του Διεθνούς Δικαίου.

Η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να επικαλείται το Διεθνές Δίκαιο, η Τουρκία κάθε λόγο να το αποφεύγει και να το υπονομεύει. Ούτε εμείς είμαστε οι «καλοί», ούτε οι Τούρκοι οι «κακοί». Πρόκειται για ένα κλασικό παίγνιο ισχύος από τα χιλιάδες που έχει καταγράψει η Ιστορία των διεθνών σχέσεων. Το πρόβλημα της Ελλάδας είναι ότι πέφτει θύμα της ίδιας της ρητορικής της!

Εάν δεν αντιληφθούμε ότι το Διεθνές Δίκαιο είναι ένας μόνος πυλώνας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και της εθνικής στρατηγικής, απλά θα έχουμε χάσει το παιχνίδι, πριν καν μπούμε στο γήπεδο… Και δυστυχώς, η πολιτική ανεπάρκεια των κρατούντων και η απαράδεκτη υποβάθμιση της μαχητικής ισχύος των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων από ΟΛΕΣ τις κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια με το πρόσχημα της διαφθοράς που οι ίδιες εξέθρεψαν (ενώ το φαινόμενο σε άλλα υπουργεία είναι απείρως χειρότερο, όμως ΒΟΛΕΥΕΙ να στοχοποιείς του «κακούς εξοπλισμούς»), προαναγγέλλει περιπέτειες για τη χώρα…


Πηγή:  http://www.defencepoint.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: